- αποσβεστικός
- η , ό[ν]1) гасящий (огонь и т. п.); 2) аннулирующий (долг); 3) перен. стирающий, изглаживающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποσβεστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην απόσβεση* … Dictionary of Greek